επίλυτρος

επίλυτρος
ἐπίλυτρος, -ον (Α)
όμηρος που κρατείται για να καταβληθούν λύτρα για την απελευθέρωσή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λύτρον (< λύω + κατάλ. -τρον, που δηλώνει όργανο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίλυτρα — ἐπίλυτρος set at liberty for ransom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”